καταμέργειν

καταμέργειν
κατά-ἀμέργω
pluck
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμέργω — (Α) συνθλίβω, συμπιέζω για να συλλέξω τον χυμό («τὰς ἐλαίας καταμέργειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμέργω «συμπιέζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”